- περιφημίζω
- Μ1. διαφημίζω παντού, καθιστώ κάποιον γνωστό παντού2. αναγγέλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφημιζόμενον — περιφημίζω announce pres part mp masc acc sg περιφημίζω announce pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφημίσαι — περιφημίζω announce aor inf act περιφημίσαῑ , περιφημίζω announce aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφημίζοντες — περιφημίζω announce pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφήμιστος — ον, Μ [περιφημίζω] περίφημος … Dictionary of Greek